Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Να μιλήσουμε όλοι για τον πατέρα μας!!! Το αξίζει!!!





Ζήλεψα με όλους αυτούς που μιλάνε για τους προγόνους τους και σκέφτηκα: γιατί, εγώ δεν έχω δικαίωμα να μιλήσω γα τον πατέρα μου; O δικός μου πατέρας δεν έκανε τίποτα ώστε να αξίζει να μιλήσω γι αυτόν με περηφάνεια; Για να δούμε λοιπόν; Εμένα τι μου άφησε ο δικός μου πατέρας;

Λεγόταν Αθανάσιος Τερζόγλου του Αντωνίου και της Φωτεινής. Γεννήθηκε το 1926 στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Αγγίστας και ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Το πρώτο παιδί της οικογένειας ήταν η Μαγδαληνή, όνομα από την γεννήτορα των Τερζογλαίων, είχε παντρευτεί τον ελληνοαμερικανό Pete (Παναγιώτη) Dickson, έμενε στο Οχάιο και είχαν 4 παιδιά. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι, το μεγαλύτερο της παιδί, ο Τσάρλυ είχε την ίδια ηλικία με τον πατέρα μου!!!

Το δεύτερο παιδί ήταν ο Στρατής. Ο Στρατής ήταν αγρότης έμενε στο Πεθελινό Σερρών και με τη Βασιλική απέκτησαν 2 αγόρια, τον Στέλιο και τον Παράσχο. Το τρίτο αγόρι ήταν ο Παναγιώτης που έμενε στο Σ.Σ. Αγγίστας. Ο Παναγιώτης παρόλο που έμενε στο ίδιο χωριό, δεν έμενε με τους γονείς του. Παντρεύτηκε την Παρασκευούλα έκαναν 2 παιδιά, την Φωφώ και τον Αντώνη και έμεναν στο παλιό πανδοχείο του παππού Αντώνη. Ο Παναγιώτης δούλευε σαν ταχυδρόμος και η νύφη δεν τα «πήγαινε καλά» με τα πεθερικά.

Έτσι ο Θανάσης, το στερνοπούλι της οικογένειας, όπως γίνεται συνήθως, έμεινε με τους γονείς μέχρι το τέλος τους. Ο παππούς πέθανε το 1960 στο χωριό και η γιαγιά το 1968 στην Αθήνα.

Ο παππούς Αντώνης με τη γιαγιά Φωτεινή ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, από τη Λίμνη της Απολλωνιάδας στην Προύσα. Δεν θα πω πολλά γι αυτούς εδώ, θα πω μόνο ότι εκεί ήταν, ευκατάστατοι έως πλούσιοι. Ο παππούς Αντώνης ήταν αρχηγός και διαχειριστής της μεγάλης οικογένειας που καλλιεργούσε και εμπορευόταν με δικό της καράβι από τα Μουδανιά μετάξι. Μετά το «συνωστισμό» περιπλανήθηκαν αρχικά στην Κρήτη στα σημερινά Μάλια. Η περιοχή τότε ήταν ελώδης και δεν τους άρεσε καθόλου. Τους πήραν και τους πήγαν άλλους στον Πειραιά και εκείνους στα Σέρρας.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε εκεί το 1926. Λίγο μετά το 1931 γεννήθηκε στο ίδιο χωριό η μητέρα μου Καλλιόπη, κόρη του Ηλία και της Μαρίας Συμεωνίδη. Η μάνα μου είχε άλλα 5 αδέλφια και αδελφές, το Γιώργο, τον Αναστάση, την Παρθένα, την Ελευθερία και το Γιάννη. Η ποντιακή οικογένεια ήρθε από το χωριό Χάντερε στα σύνορα της Τουρκίας με τη Γεωργία. Για τη μάνα μου δεν έχω δύναμη (!) να μιλήσω ακόμη.

Όταν εγκαταστάθηκαν στο Σ.Σ. Αγγίστας τους έδωσαν και κάτι ψίχουλα έναντι της τεράστιας περιουσίας που είχαν στην «πατρίδα»! Επειδή ο παππούς δεν ήταν αγρότης και τότε περνούσε τρένο μέσα από το χωριό έκτισε πανδοχείο με καφενείο στο ισόγειο και έτσι η οικογένεια κέρδιζε τα προς το ζην!

Τη δεκαετία του 1930 έγινε καινούργια χάραξη και η σιδηροδρομική γραμμή έφυγε από το χωριό και πέρασε περίπου 1 χλμ έξω από αυτό. Σταδιακά σταμάτησε η κίνηση και παράκμασε το πανδοχείο και μαζί και τα έσοδα της οικογένειας. Ο πατέρας μου από τότε ανέλαβε να φροντίζει τους γονείς του. Από τότε του παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες για προσωπική καριέρα αλλά όλες τις αρνήθηκε γιατί δεν μπορούσε να αφήσει τους γονείς του μόνους και απροστάτευτους στο χωριό. Τη μία ο αρχίατρος στο στρατό (υπηρέτησε και ως νοσοκόμος) του ζήτησε να πάει μαζί του στη Θεσσαλονίκη, την άλλη η αδελφή του Μαγδαληνή τον καλούσε στην Αμερική, μετά τα αδέλφια της μητέρας μου τον καλούσαν στην Γερμανία … όσες προσκλήσεις και αν είχε δεν δέχτηκε καμία γιατί δεν ήθελε να αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του μόνους.

Έκανε ότι δουλειές υπήρχαν στο χωριό, από δημόσια έργα, μέχρι χτίστης, μέχρι … στο νηπιαγωγείο μου δούλεψε, στο οποίο αργότερα «φοίτησα» κι εγώ! Γιατί πρέπει να σας πω ότι το χωριό τότε, παρότι δεν είχε πλέον σιδηροδρομικό σταθμό είχε αστυνομικό τμήμα, είχε ταχυδρομείο και επειδή ήταν σε κεντρικό σημείο του δρόμου που ένωνε τη Δράμα με «τα Σέρρας» εξακολουθούσε να συγκεντρώνει αρκετό κόσμο. Έκτισαν λοιπόν και νηπιαγωγείο για τα πολλά παιδιά του χωριού το οποίο είχε φυσικά δημοτικό και γυμνάσιο. Θα συγκρατηθώ και δεν θα σας πω τις περιπέτειες μου στο νηπιαγωγείο γιατί είπαμε, τώρα μιλάμε για τους πατεράδες μας!!!

Ο πατέρας μου παρότι προερχόταν από βενιζελική οικογένεια, η μετέπειτα συμπεριφορά του ελληνικού κράτους, βενιζελικών και μη, προς τους πρόσφυγες τους απογοήτεψε. Μικρό παιδί τον είχε γοητέψει ο Καραμανλής ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του από τα χωριά μας. Έτσι μέχρι που πέθανε, δεν πρόλαβε να γεράσει ο καημένος, παρέμεινε «καραμανλικός» παρόλο που δεξιός δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε και ο ίδιος μπορούσε να το εξηγήσει.

Έβγαλε με το ζόρι το δημοτικό, αλλά όπως πολλά παιδιά της εποχής του, ήταν πολύ καλός στις αριθμητικές πράξεις και είχε πολύ καλό γραφικό χαρακτήρα. Είχε φυσικά πάθος με τα γράμματα και ήθελε να πάμε στο πανεπιστήμιο τόσο εγώ όσο και η αδελφή μου. Αυτό το χατίρι δεν του το κάναμε!!! Την αδελφή μου την έφαγε ο έρωτας κι εμένα με έφαγαν … ΟΛΑ!!!

Ήταν άνθρωπος με έμφυτο χιούμορ και πάθος για τη ζωή. Τέτοιοι άνθρωποι αξίζουν να ζουν για πάντα γιατί δίνουν πραγματικό νόημα στη ζωή. Σε καμία φάση της ζωής του, δεν γκρίνιαξε και δεν δυσανασχέτισε. Πάντα είχε ένα χαμόγελο για τον καθένα και πάντα δημιουργούς ένα αστείο να πει για το κάθε τι. Πείραζε την μητέρα μου ακόμη και για το γεγονός ότι εκείνη είχε βγάλει 4 τάξεις του δημοτικού ενώ εκείνος το είχε βγάλει όλο. Ξεφύγαμε λίγο …

Όταν παντρεύτηκαν με τη μητέρα μου Καλλιόπη, περίπου στο 1952-53, έμειναν με τους γονείς του. Το 1955 γεννήθηκε η αδελφή μου και το 1958 εγώ. Η πρωτοτυπία είναι ότι, κανείς μας δεν πήρε ονόματα των παππούδων η των γιαγιάδων ούτε από τη μια μεριά ούτε από την άλλη. Ο πατέρας μου σαν καλό παιδί, άκουσε την επιθυμία της μητέρας του που ήθελε το κορίτσι να ονομαστεί Μαγδαληνή, για να «ακούει» το όνομα της κόρης που λείπει στην Αμερική ενώ όταν ήρθε η ώρα μου και επειδή εκείνο το καλοκαίρι η θεία μου είχε έρθει στο χωριό, όχι μόνο με βάφτισε εκείνη με τον άντρα της αλλά μου έδωσαν και το όνομα του, Παναγιώτης!!! Από τότε σιχάθηκα τους Αμερικάνους!!!

Η αναδουλειά ανάγκασε τον πατέρα μου να αναζητήσει λύση εκτός του χωριού. Η σκέψη της μετανάστευσης είτε σε Αμερική είτε σε Γερμανία αποκλειόταν αφού η γιαγιά Φωτεινή ήταν πολύ μεγάλη και δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει πίσω. Έτσι η μόνη λύση ήταν η εσωτερική μετανάστευση.

Η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου η Παρθενόπη ή Παρθένα ήταν παντρεμένη με τον Πέτρο Πολατίδη, συγχωριανό μας που δούλευε στον ΟΛΠ. Έμεναν στα Καμίνια και είχαν 2 παιδιά, τη Σοφία και τη Μαρία. Δεν ξέρω τις λεπτομέρειες αλλά με παρεμβάσεις τους κατεβήκαμε κι εμείς στον Πειραιά και μείναμε για λίγο στα Καμίνια και κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Από τότε όπου νοικιάσαμε σπίτι και αυτό το κατάλαβα μεγάλος, υπήρχε ή καρβουνιάρικο ή ταβερνάκι. Ο πατέρας ήταν πολύ μερακλής, ο Πέτρος ήταν επιστήθιος φίλος του μέχρι που σκοτώθηκε με το μηχανάκι και το κρασάκι δεν έλειψε ποτέ από το σπίτι.

Εκεί στην Κοκκινιά πήγα στην πρώτη Δημοτικού το 1964 και την τελείωσα με άριστα. Ο πατέρας έπιασε δουλειά στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και από τότε μέχρι το 1971 τελικά με την ειδικότητα του υδραυλικού - σωληνουργού. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως λόγω της συγκοινωνίας, τον επόμενο χρόνο μετακομίσαμε στην Αγία Βαρβάρα. Εκεί ήταν άλλοι συγγενείς μας από τη μεριά της μητέρας μου. Δύο δεύτερες ξαδέλφες της η Παρθένα και η Σόνια.

Ήταν αδελφές από την Κοζάνη και φυσικά ποντιακής καταγωγής. Η Παρθένα ήταν παντρεμένη με τον Κώστα Μαυρομάτη και είχε 3 παιδιά, τη Φιλιώ , τον Γιώργο και τη Σιμέλα. Η Σόνια η οποία ήταν η μόνη απόφοιτος οκταταξίου γυμνασίου και μας είχε εντυπωσιάσει, ήταν παντρεμένη με τον Ξενοφώντα Φωκά και είχαν μία κόρη την Τασία.

Μετακομίσαμε λοιπόν στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω (όπως λέγαμε τότε!) και μέναμε στην οδό Αγίου Διονυσίου 24, αν θυμάμαι καλά. Για τον πατέρα ήταν πιο εύκολο γιατί έβγαινε στον κεντρικό και έπαιρνε το λεωφορείο της εταιρείας που περνούσε κάθε πρωί και τους έπαιρνε.

Στη γειτονιά δεν υπήρχε ταβερνάκι αλλά υπήρχε μπακάλικο!!! Το είχαν ο κυρ Σταύρος με την κυρά Ελένη. Είχαν 2 παιδιά τον Κώστα στην ηλικία της αδελφής μου και την Πελαγία στην ηλικία τη δική μου. Πως τα φέρνει η ζωή!!! Οι 2 οικογένειες έγιναν αμέσως φίλοι αφού υπήρχαν ήδη ως κοινοί φίλοι οι οικογένειες των 2 αδελφών. Ήδη είχαν αρχίσει συζητήσεις ανάμεσα στους μεγάλους ποιος θα παντρεύονταν ποιόν, μόλις μεγαλώναμε.

Τα πράγματα δεν ήρθαν φυσικά έτσι. Προς το 1970 η οικονομική κατάσταση άρχισε να γίνεται δύσκολη. Η οικογένεια του κυρ. Σταύρου αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική και να χαθούν τα ίχνη της κι εμείς αναγκαστήκαμε να μεταναστεύσουμε στη Σύρο.

Μέχρι το 1970 ο πατέρας δούλευε καλά. Η δουλειά τότε ήταν εξαήμερη και χαιρόταν όταν μπορούσε να καθίσει υπερωρία. Όταν σχολούσε το Σάββατο γινόταν στο σπίτι γιορτή. Ερχόταν το απόγευμα και έφερνε χαμογελαστός το «φάκελο» με το βδομαδιάτικο. Ακόμη και ο φάκελος είχε κάτι εξωπραγματικό. Μπορεί να μουτζουρωνόταν λίγο από τα χέρια του, αλλά το παραθυράκι με το ριζόχαρτο που μέσα του φαινόταν το όνομα του: ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΕΡΖΟΓΛΟΥ, είχε κάτι μυθικό στα μάτια μου. Χωρίς να ξέρω φυσικά την αξία των χρημάτων που είχε ο φάκελος, το χαμόγελο του και η ανακούφιση της μητέρας που έβγαζε αμέσως την ποδιά και έφευγε για τον μπακάλη συνήθως με μένα μαζί, ήταν γιορτή!!!

Θυμάμαι δυσκολίες όταν το 1968 πέθανε η γιαγιά Φωτεινή. Η γιαγιά ήταν αρχόντισσα και τελικά κατάλαβα ότι εκείνη έκανε κουμάντο στα ζητήματα του σπιτιού και όχι ο παππούς. Μέχρι κι εμένα αρραβώνιασε από τα μικράτα μου ακόμη, με μία βλαχοπούλα στο χωριό, την Κρυστάλλω παρόλο που εγώ αγαπούσα τη Βέτα!!! Η καημένη δεν ξέχασε ποτέ τα μεγαλεία που είχε στην «πατρίδα»!

Προς το τέλος σταμάτησε να μας λέει ιστορίες και μας ξυπνούσε το βράδυ να μας ρωτήσει τι αρρώστια έχει! Η γιαγιά Φωτεινή!!!

Δυσκολίες περάσαμε και όταν κάποτε έσπασε το χέρι του και δεν μπορούσε να καθίσει υπερωρίες. Μόνο με το μεροκάματο δεν έβγαιναν πέρα τα έξοδα. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα και καλή μάλιστα, αλλά όποτε προσπάθησε να δουλέψει, αναγκάστηκε να σταματήσει γιατί ήμουν τόσο ατίθασος, που δεν μπορούσαν να με κάνουν καλά. Έπρεπε να υπάρχει κάποιος στο σπίτι να με παρακολουθεί.

Εντύπωση μου έκανε και άρχισα να σκέφτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά όταν είδα σε τι συνθήκες δούλευε ο πατέρας μου. Ήταν περίπου 1,90 και πάνω από 100 κιλά, δυνατός άνθρωπος. Όποτε γινόταν καθέλκυση στο ναυπηγείο με έπαιρνε μαζί του για τη γιορτή. Παρόλο που ξυπνούσα νωρίς (από τις 5) μου άρεσε να πηγαίνω μαζί του. Καταρχήν είχαν μια φανταστική καντίνα που έφτιαχνε τα πιο τεράστια και νόστιμα σάντουιτς που είχα φάει ποτέ. Έπειτα ήμουν μαζί με τον πατέρα μου, μόνοι οι 2 άντρες χωρίς τις γυναίκες και αυτό ήταν μια πολύ ξεχωριστή στιγμή.

Με γύρναγε σε όλους τους χώρους του ναυπηγείου, αλλά όταν με ανέβαζε στο καράβι και μου έδειχνε σε ποια τούνελ και τρύπες χωνόταν για να δουλέψει με εντυπωσίαζε. Πώς είναι δυνατόν αυτός ο τεράστιος άνθρωπος να χωράει εκεί μέσα!!! Μεγαλώνοντας κατάλαβα τι άλλο είναι ικανοί να κάνουν οι πατεράδες (και οι μανάδες βέβαια) για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους!!!

Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και οι 2 οικογένειες, η δική μας και του Πέτρου και της Παρθένας που είχαν αποκτήσει και την Έλλη εν τω μεταξύ, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο Νεώρειο της Σύρου. Αναπτυσσόταν τότε και υπήρχαν ελπίδες ότι εκεί θα ήταν καλύτερα. Μαζί λοιπόν με ακόμη ένα φιλικό ζευγάρι μεταναστεύσαμε για δεύτερη φορά στη Σύρο.

Το 1971 μέχρι και το 1974 στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πρώτος χρόνος καλός, ο δεύτερος μέτριος, ο τρίτος απογοητευτικός από άποψη δουλειάς και όπου φύγει φύγει. Σε ότι αφορά τα παιδιά και ειδικά εμένα, η εμπειρία της Σύρου ήταν καθοριστική και σημαντική αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης. Το 1974 λοιπόν Ιούλη, μέσα στη μεταπολίτευση ξανά πίσω στην Αθήνα και στον Κορυδαλλό.

Η αδελφή μου έβγαλε το Γυμνάσιο, γράφτηκε μεν σε Σχολή Κοινωνιολογίας αλλά δεν ήθελε να συνεχίσει, γιατί αγάπησε το Συριανό Αντώνη Ζώρζο. Γίνεται μία σύρραξη στην οικογένεια, αλλά όπως γίνεται πάντα ο έρωτας νικάει, η Μαγδαληνή παντρεύεται το 1975 και φεύγει στη Σύρο, όπου γεννά 2 αγόρια το Γιώργο και το Νάσο.

Εγώ πηγαίνω στην πέμπτη τάξη στο Γυμνάσιο Αγίας Βαρβάρας και ταυτόχρονα γράφομαι στην ΚΝΕ. Χωρίς φυσικά να φταίει η ΚΝΕ, βαράω ένα κανόνι και μένω στην ίδια τάξη, όπου στον επόμενο χρόνο συναντάω τα ξαδέλφια μου Γιώργο και Τασία που ήταν ένα χρόνο μικρότερα. Πολύ ωραία!!!

Τότε ήταν που είχαμε συγκρούσεις με τον πατέρα μου όχι γιατί ήταν αντιδραστικός πολιτικά αλλά γιατί φοβόταν. Εγώ με τον αέρα της νιότης δεν καταλάβαινε τίποτα. Επειδή είχαν προβλήματα με την αδελφή μου και τους κόστισε ό,τι έγινε και επειδή η μητέρα μου, μου είχε έστι κι αλλιώς παθολογική αδυναμία (όπως κι εγώ άλλωστε) και επειδή όπως έγραψα και παραπάνω ήμουν από μικρός ατίθασος, φοβόντουσαν ότι θα χτυπήσω ή και θα σκοτωθώ ακόμη.

Δεν είχαν και πολύ άδικο. Η εποχή μετά την μεταπολίτευση ήταν πολύ σκληρή. Το κίνημα δρούσε σχεδόν σε κατάσταση ημιπαρανομίας. Όταν πηγαίναμε σε συνεδριάσεις, χτυπούσαμε τις πόρτες συνθηματικά και το ξύλο ήταν αλύπητο.

Θυμάμαι μια μέρα, όταν πρωτοδημιουργήθηκε η ΜΟΔΝΕ, είχα μαζέψει στο σπίτι περίπου 25 παιδιά μικρότερων τάξεων για να τους κάνω κατήχηση και να γραφτούν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε η μητέρα μου και τους είδε, πως δεν έπαθε εγκεφαλικό!!! Με αγαπούσε πολύ όμως και την κατάφερνα πάντα.

Ο πατέρας δούλευε στα ναυπηγεία στα Αμπελάκια. Καλή του ώρα είχε ένα καλό φίλο που δεν τον άφησε ποτέ αβοήθητο και τον έπαιρνε πάντα μαζί του. Ντροπή μου ξέχασα το όνομα του…! Θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό από τα καλοκαίρια όταν με έπαιρνε και δούλευα μαζί του. Δούλευε μαζί τους ένας πολύ μελαψός που μιλούσε σπαστά ελληνικά, δεν θυμάμαι τι εθνικότητας ήταν. Αυτός δούλευε ηλεκτροκόλληση και με έβαζαν βοηθό του. Γυρνούσα λοιπόν εγώ τη σωλήνα προσεκτικά και με τον ίδιο ρυθμό προκειμένου να πετυχαίνει αυτός το καλύτερο αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν φοβερός μάστορας. Ο πατέρας μου και οι άλλοι μου έκαναν νόημα να καθυστερώ στο γύρισμα ώστε να τον αναγκάζω να μου φωνάζει «ίρνα, ίρνα»!!! Όταν άκουγε τα γέλια τους, έβγαζε τη μάσκα και γέλαγε μαζί τους αφού πέταγε ο ένας στον άλλο στουπιά και ότι μπορείς να φανταστείς!!!

Η αδελφή μου στη οποία ο πατέρας είχε ιδιαίτερη αδυναμία είχε φύγε στη Σύρο και η οικογένεια δεν ξαναβρήκε την ηρεμία της. Το 1976 αρρώστηκε σε ηλικία 50 ετών και υποβλήθηκε σε εγχείρηση στο παχύ έντερο. Συνταξιοδοτήθηκε με αναπηρική σύνταξη και από τότε δεν ξαναδούλεψε κανονικά.

Η εικόνα του πατέρα μου να βγαίνει από το χειρουργείο έχει χαραχθεί στη μνήμη μου. Ο γίγαντας των παιδικών μου χρόνων, ο άνθρωπος με τις ομηρικές μάχες για τα πολιτικά βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι σκεπασμένος με ένα πράσινο σεντόνι και αυτός ήταν κατακίτρινος και αδύνατος, λες και ήταν ήδη νεκρός! Με το ζόρι πρόλαβα και βρήκα ένα δωμάτιο άδειο, ξάπλωσα και λιποθύμησα.

Τα πρώτα χρόνια του μετά την εγχείρηση ήταν καλά. Η ζωή του ήταν φυσιολογική και περικλείονταν ανάμεσα στο αιώνιο πρόβλημα της αδελφής μου που παντρεύτηκε στη Σύρο και στο να παρακολουθούν τη δική μου εξέλιξη. Δεν τους δικαίωσα ούτε εγώ. Δεν ήμουν ο πειθαρχημένος γιος που περίμεναν. Αφού έβγαλα το Γυμνάσιο, δεν κατάφερα να περάσω στο πανεπιστήμιο (άλλη φορά θα πούμε για τα δικά μου) και το 1979 πήγα φαντάρος. Κόρινθος και μετά Σέρρας μέχρι που απολύθηκα.

Και τότε τον ταλαιπώρησα, γιατί πάλι δεν απολύθηκα στην ώρα μου. Αντί να απολυθώ στις 8 Αυγούστου 1981, απολύθηκα στις 8 Οκτώβρη 1981 αφού έπρεπε να υπηρετήσω και κάτι φυλακές για κάτι «περιπετειούλες» που είχα. Όταν έφτασα στην Αθήνα, είχαν μετακομίσει και δεν ήξερα σε ποιο σπίτι είχαν πάει, φοβερό;

Με καλοδέχτηκαν φυσικά και αρχίσαμε τις ετοιμασίες γιατί ερχόταν η μεγάλη ημέρα των εκλογών στις 18/10/1981!!! Τότε τα εκλογικά μας δικαιώματα ήταν στο χωριό και ο πατέρας (ήταν καλά ακόμη) είχε κανονίσει να πάμε όλοι μαζί με λεωφορείο που έβαλε ο Αχιλλέας Καραμανλής. Πριν ξεκινήσουμε με έβαλε και του υποσχέθηκα ότι, μέχρι να φτάσουμε στο χωριό δεν θα μιλήσω καθόλου στο λεωφορείο. Επειδή αισθανόμουν ενοχή που τους άφησα να μετακομίσουν μόνοι τους, το υποσχέθηκα.

Ανέβηκα λοιπόν στο χωριό, φανατικός κομμουνιστής, με ένα λεωφορείο νεοδημοκράτες, με τις σημαίες τους, τα τραγούδια τους, τα τσίπουρα τους, τις πίτες τους κ.α. Η αλήθεια είναι ότι πέρασα καλά,  εκτός που δεν μιλούσα πολιτικά με κανέναν, μόνο χαμογελούσα σα χαζός!!!

Όταν φτάσαμε στο χωριό απελευθερώθηκα. Συνάντησα τον πρώτο ξάδερφο μου που ήταν φανατικός ΠΑΣΟΚ και πέρασα το σαββατοκύριακο μαζί του. Εκεί μπορούσα να εκφράζομαι ελεύθερα πλέον. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε. Το μόνο που θα σας πω είναι τούτο: Στο γυρισμό, ο μόνος που είχε όρεξη να μιλάει ήμουν εγώ! Και ο πατέρας μου δεν είχε κουράγιο ούτε παρατήρηση να μου κάνει, ούτε τίποτα!!!

Από τότε άρχισε ο κατήφορος γι αυτόν. Παρόλο που το 1984 έπιασα δουλειά στον ΟΣΕ (το πώς έπιασα είναι μια άλλη ιστορία) και δεν είχε πια οικονομικά προβλήματα, ήταν πια αργά. Είχαν αρχίσει οι μεταστάσεις και τον ταλαιπωρούσαν. Μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, έκανε συνεχώς εξετάσεις και χημειοθεραπείες αλλά τα «λευκά» ήταν ανίκητα.

Ο άνθρωπος του 1,90 και των 112 κιλών άρχισε να μαζεύει και να συρρικνώνεται. Όταν τον πήγαινα με το αυτοκίνητο (είχε πουλήσει τα χωράφια στο χωριό και μου έδωσε τα χρήματα και αγόρασα ένα ΣΕΑΤ 127 που το φώναζα Καλλιοπίτσα!!!) για χημειοθεραπεία, και έπεφτα σε καμία λακκούβα, πονούσε και μου έλεγε, πρόσεχε σε παρακαλώ!!! Αχ, βρε πατέρα!!!

Στα τελευταία του ήταν 45 κιλά. Όταν τον σήκωνα για να τον πάω στην  τουαλέτα, πονούσε παντού. Δεν ήξερα από πού να τον πιάσω. Η μητέρα μου αγώγκιστα τον φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια και μου έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη το παράπονο της, όταν πέθανε: Που είσαι Θανάση να σου τρίψω τα κοκαλάκια σου να μην πονάς!!! Εκείνη που είχε σακατέψει τα χέρια και τα πόδια της από τη συνεχή φροντίδα του! Αγάπη και πόνος!!!

Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να του πάει αυγά μάτια και τυρί φέτα!!!

Θα το μαζέψω λίγο γιατί δεν αντέχω να γράψω άλλο τώρα. Ίσως κάποτε να το ξαναπιάσω.

Δεν πίστευα ότι θα στενοχωρηθώ τόσο από την έλλειψη του πατέρα μου. Πάντα η μητέρα μου ήταν η αδυναμία μου. Πάντα είχα ανταγωνισμό μαζί του. Κι όμως … όταν τελείωσε η κηδεία του, πήγα κι έμεινα σε ένα φίλο μου στο Χαλάνδρι. Το βράδυ με έπιασε δυνατό κλάμα και ημικρανίες που νόμιζα ότι άνοιγε το κεφάλι μου. Πηγαίνοντας προς το Ιατρικό στο Μαρούσι, έβλεπα την άσφαλτο να σηκώνεται και να πέφτει σαν να ήταν θάλασσα!

Τι τα θέλετε; Όπως τα έφερε η ζωή, όπως και ο πατέρας, στα χέρια μου πέθαναν και οι 2 γονείς!

Ο πατέρας μου, μου άφησε χρέη!!! Όχι οικονομικά, παρόλο που μια ζωή ο καημένος πάλευε να τα «φέρει βόλτα». Μου άφησε χρέος να διεκδικήσω αυτά που δεν έζησε εκείνος, αυτά που έκλεψαν από εκείνον και τη γενιά του. Μου άφησε χρέος απέναντι στην αξιοπρέπεια, στη δικαιοσύνη. Δεν ξέρω πόσο τον δικαιώνω. Ξέρω όμως ότι προσπαθώ.

Σας ευχαριστώ που αντέξατε τη φλυαρία μου μέχρις εδώ. Λοιπόν, τι λέτε; Aξίζουν τίποτα άνθρωποι σαν τον  πατέρα μου;

Παναγιώτης Τερζόγλου
γιός του σωληνουργού Θανάση Τερζόγλου







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το τραγούδι της «ΕΝΟΤΗΤΑΣ»

Χρόνια στα εργοστάσια πάνω στις μηχανές σίδερα και ιδρώτας η πραμάτεια μας, ηλεκτρολόγοι εφαρμοστές και λεβητοποιοί με τη σειρά μαζί με τα μεράκια μας Τώρα έφεδροι πρώτοι στη γραμμή στην ΕΝΟΤΗΤΑ είν΄ η δύναμη, όλοι μια γροθιά, πίσω αν δεν γυρνά ο εργάτης πάντα θα νικά. Στις αποθήκες στους σταθμούς επάνω στα κλειδιά να φύγει η ταχεία με ασφάλεια, χτες αποχαιρετήσαμε με δάκρυα το Στρατή είπε πως θα γυρίσει στην Αττάλεια. Τώρα έφεδροι πρώτοι στη γραμμή στην ΕΝΟΤΗΤΑ είν΄ η δύναμη, όλοι μια γροθιά, πίσω αν δεν γυρνά ο εργάτης πάντα θα νικά. Πάντα με χιόνια και βροχές το τρένο προχωρά χαράζει το ταξίδι μέσα στ΄ όνειρο, με ελεγκτές, με συνοδούς και μηχανοδηγούς νάχουνε τη ζωή τους πάντα όμηρο. Τώρα έφεδροι πρώτοι στη γραμμή στην ΕΝΟΤΗΤΑ είν΄ η δύναμη, όλοι μια γροθιά, πίσω αν δεν γυρνά ο εργάτης πάντα θα νικά.

ΠΑΣΟΚ - ΛΑΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ!!!

Active Member - Ο βλάκας με τα χίλια πρόσωπα